Site icon Spoudase.gr

Μηχανικών Ορυκτών πόρων

Η Σχολή Μηχανικών Ορυκτών πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης δημιουργήθηκε με το Προεδρικό Διάταγμα 52/83 (ΦΕΚ 27, τεύχος Α/1-3-83) και υποδέχθηκε τους πρώτους φοιτητές τον Οκτώβριο του 1987. Σκοπός της είναι η εκπαίδευση Μηχανικών ικανών να καλύπτουν ευρύ φάσμα επιστηµονικοτεχνικών δραστηριοτήτων για την αναζήτηση, εκμετάλλευση, επεξεργασία ορυκτών πρώτων υλών καθώς και την περιβαλλοντική γεωτεχνολογία. Η Σχολή διαθέτει ολοκληρωμένο πρόγραμμα σπουδών καθώς και πολυδύναμη εργαστηριακή υποδομή (πλαισιωμένη από 12 εργαστήρια και 8 ερευνητικές μονάδες) και είναι σε θέση να προσφέρει στους φοιτητές τα απαραίτητα εφόδια ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις σύγχρονες προκλήσεις της αγοράς εργασίας.

Υποδιαιρείται σε Τομείς, ο καθένας από τους οποίους περιλαμβάνει έναν αριθμό συγγενών γνωστικών αντικειμένων:

Η Σχολή Μηχανικών Ορυκτών Πόρων ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις και σύγχρονες αντιλήψεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη πρωτότυπων γνωστικών αντικειμένων ή αντικειμένων που δεν έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα σε άλλα ΑΕΙ της χώρας. Διαμορφώνει κατάλληλα το πρόγραμμα σπουδών και προσανατολίζει ανάλογα τις ερευνητικές δραστηριότητες των μελών της ώστε να συμβαδίζει με το πνεύμα της σύγχρονης τεχνολογίας και ανάπτυξης, λαμβάνοντας πάντοτε υπ’ όψη την αλληλουχία ανθρώπου, ορυκτών πόρων, περιβάλλοντος και οικονομικής ανάπτυξης.

Στόχοι της Σχολής

Ο πλανήτης µας διέρχεται µία περίοδο δραµατικής ανάπτυξης και ουσιαστικών αλλαγών. Οι οικονοµικές δραστηριότητες έχουν πολλαπλασιαστεί και, σύµφωνα µε τα Ηνωµένα Έθνη, προβλέπεται να πενταπλασιαστούν ή και να δεκαπλασιαστούν τον επόµενο µισό αιώνα. Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, η βιοµηχανική ανάπτυξη έχει αυξηθεί περισσότερο από πενήντα φορές ενώ το 80% αυτής της αύξησης πραγµατοποιήθηκε µετά το 1950. Τέτοια µεγέθη απεικονίζουν και προαναγγέλλουν σημαντικότατες επιδράσεις στις παγκόσµιες επενδύσεις, όπως υποδομές και κατοικίες, µεταφορές, γεωργία, βιοµηχανία και ορυκτούς πόρους.

Κύριος µοχλός της οικονοµικής ανάπτυξης είναι η σύγχρονη τεχνολογία αλλά και οι δραστηριότητες που βασίζονται στους ορυκτούς πόρους, στα δάση, στις θάλασσες και στη ροή των υδάτων. Για παράδειγµα, η χρήση υδρογονανθράκων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, κλπ) έχει αυξηθεί σχεδόν κατά τριάντα φορές κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα.

Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι ορυκτές πρώτες ύλες, όπως είναι τα µεταλλεύµατα, τα βιοµηχανικά ορυκτά, οι σπάνιες γαίες, τα δομικά και διακοσμητικά πετρώματα, το πετρέλαιο, οι γαιάνθρακες, το φυσικό αέριο, καθώς και οι πηγές γεωθερµικής ενέργειας αποτελούν την υλική υποδοµή του σύγχρονου πολιτισµού και µία από τις κύριες πηγές της οικονοµικής ανάπτυξης. Οι συνεχώς µεταβαλλόµενες ανάγκες σε ορυκτές πρώτες ύλες επιβάλλουν την ανάπτυξη και χρησιµοποίηση µεθόδων αναζήτησης (έρευνας), εξόρυξης και εκµετάλλευσής τους, οι οποίες να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις και στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις που χαρακτηρίζουν αυτούς τους τομείς. Η συνεχής αυτή εξέλιξη είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την εκπαίδευση επιστηµόνων μηχανικών ικανών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που προκύπτουν, πράγµα που συνεπάγεται τη διαµόρφωση ανάλογων γνωστικών αντικειµένων και ειδικοτήτων προσαρµοσµένων στις σύγχρονες αντιλήψεις της επιστήµης και τεχνολογίας.

Στόχος της Σχολής1 Μηχανικών Ορυκτών Πόρων (Μηχ.Ο.Π.) είναι η εκπαίδευση Μηχανικών ικανών να καλύπτουν ευρύ φάσµα επιστηµονικοτεχνικών δραστηριοτήτων για την αναζήτηση, εξόρυξη, εκµετάλλευση, επεξεργασία ορυκτών πρώτων υλών σεβόμενοι πάντοτε το περιβάλλον. Εκτός από τις ορυκτές πρώτες ύλες, στα ενδιαφέροντα της Σχολής ενδεικτικά αναφέρονται και τα υπόγεια ύδατα, η όρυξη σηράγγων, ορύξεις πετρωμάτων και καθαίρεση κατασκευών με τη χρήση των εκρηκτικών υλών, καθώς και η προστασία του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα από τη ρύπανση των εδαφών και του υπεδάφους, λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, π.χ. προστασία των υπόγειων υδάτων από την δημιουργία χώρων απόθεσης απορριµµάτων, υπαίθριων και υπόγειων εκμεταλλεύσεων, μεταλλουργικών διεργασιών και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα σε εγκαταλειμένους ταμιευτήρες. Επίσης, έµφαση δίνεται στους τοµείς του ορυκτού πλούτου που διαδραµατίζουν πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονοµίας, έτσι ώστε να καλύπτονται οι σηµερινές αλλά και οι µελλοντικές ανάγκες της οικονομίας. Οι τομείς αυτοί είναι τα βιομηχανικά ορυκτά και πετρώματα, τα δομικά και διακοσμητικά πετρώματα και τεχνητά υλικά, και οι ορυκτοί πόροι που σχετίζονται με την παραγωγή και εκμετάλλευση ενέργειας. Ο καθορισμός των στόχων της Σχολής και η όλη συγκρότηση του προγράμματος σπουδών διαπνέονται από μία ολοκληρωμένη και διεπιστημονική – διατομεακή αντίληψη που λαμβάνει υπ’ όψη την αλληλουχία ανθρώπου, ορυκτών πόρων, περιβάλλοντος, αειφόρου και οικονομικής ανάπτυξης.

Η Σχολή Μηχ.Ο.Π. ανταποκρινόµενη στο πνεύµα της προσαρµογής στις σύγχρονες αντιλήψεις της επιστήµης και τεχνολογίας, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη γνωστικών αντικειµένων που δεν υπάρχουν ή δεν έχουν αναπτυχθεί µέχρι σήµερα σε άλλα ΑΕΙ της χώρας αλλά και διεπιστημονικέςδιατομεακές συνδέσεις (π.χ. Ορυκτολογία – Γεωλογία – Γεωφυσική – Γεωστατιστική – Εκμετάλλευση), διαµορφώνοντας κατάλληλα το πρόγραµµα σπουδών και προσανατολίζοντας ανάλογα τις ερευνητικές δραστηριότητες των µελών του. Πιο συγκεκριµένα, η Σχολή προσφέρει τη βασική εκπαίδευση του Μηχανικού, συγχρόνως με εκμάθηση των νέων τεχνολογιών όπως για παράδειγµα αυτόµατη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων, εντοπισµό συγκεντρώσεων ορυκτών και παρατηρήσεις γεωδυναµικών φαινοµένων µε δορυφόρους, γεωφυσικές τεχνικές υψηλής διακριτικής ικανότητας για αρχαιολογία, γεωδυναµική, γεωτεχνικά έργα και περιβαλλοντικές εφαρµογές, αξιολόγηση πρώτων υλών µε χρήση ηλεκτρονικής µικροσκοπίας, κ.λπ.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι απόφοιτοι της Σχολής Μηχ.Ο.Π., οι οποίοι µετά το πέρας των σπουδών τους αποκτούν τον τίτλο του Διπλωματούχου Μηχανικού Ορυκτών Πόρων, έχουν την κατάρτιση που τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στις ανάγκες της οικονοµίας της χώρας µας και να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του διεθνούς ανταγωνισµού. Η κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων διασφαλίζεται βάσει του Προεδρικού Διατάγµατος 99/2018 (ΦΕΚ 187/5-11-2018 τ.Α’), βλέπε ενότητα «Επαγγελµατικά ∆ικαιώµατα ».

Exit mobile version